Κυριακή 17 Μαρτίου 2019

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2019

ΜΕΤΣΟΒΟ

Μέτσοβο

Από τον Παναγιώτη Κατοίκο
                                     

Παραδοσιακός οικισμός, βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, κοντά στα όρια με το νομό Τρικάλων, στις βόρειες πλαγιές, ανάμεσα στα βουνά της μεγαλύτερης οροσειράς της Ελλάδος, της Πίνδου. Οι κάτοικοί του, που σύμφωνα με την απογραφή του 2001 ανέρχονται σε 3.195 κατοίκους, είναι κυρίως βλάχικης καταγωγής, ασχολούνται λιγότερο με τη γεωργία και περισσότερο με την κτηνοτροφία.


Στο Μέτσοβο έχουν χαρακτηριστεί διατηρητέα μνημεία το μοναστήρι της Θεοτόκου, κοντά στο Μετσοβίτικο ποταμό, το Μοναστήρι του Αγίου Νικολάου νότια της κωμόπολης και το μοναστήρι της Ζωοδόχου πηγής στη θέση Κιάτρα Ρόσσια (που σημαίνει στα βλάχικα κόκκινος βράχος/λιθάρι). Στην κωμόπολη λειτουργεί από το 1955 το Λαογραφικό Μουσείο του Ιδρύματος Τοσίτσα (Αρχοντικό Τοσίτσα) το οποίο περιλαμβάνει παραδοσιακά ξυλόγλυπτα έπιπλα, υφαντά και κεντήματα, χρυσοκέντητες φορεσιές, διακοσμητικά και χρηστικά αντικείμενα, όπλα, νομίσματα, αγροτικά σκεύη και εικόνες της περιόδου 1650-1850. Το χειμώνα υπάρχουν οργανωμένα χιονοδρομικά κέντρα (Καρακόλι και Πολιτσιές) τα οποία σε συνδυασμό με την γραφικότητα του τοπίου αποτελούν πόλο έλξης πολλών επισκεπτών. Από το 1988 λειτουργεί η Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ όπου εκτίθενται 250 περ. πίνακες αξιολόγων ζωγράφων του 19ου και 20ου αιώνα.


Σύμφωνα με μία άποψη η λέξη Μέτσοβο προέρχεται από τα σλαβικά «μέτσκα» (αρκούδα) και «όβο» (χωριό). Από τον μεσαίωνα έως και τον 19ο αιώνα το Μέτσοβο καταγράφεται στις πηγές κυρίως με τον γλωσσικό τύπο Μέτζοβο. Επίσης από τα τέλη του 18ου αιώνα εμφανίζεται στις πηγές ο λογιοφανής τύπος Μέσσοβον. Στις οθωμανικές απογραφές απαντάται ο τύπος Mcwh που αποδίδεται συνήθως φωνητικά ως Miçova. Στη βλάχικη γλώσσα το Μέτσοβο αποκαλείται Αμίντζιου (Aminʤu) λέξη που σχηματίζεται από την πρόθεση a" «προς, στο» και τον τύπο Μίντζιου (Minʤu). Από τον τύπο Μίντζιου παράγονται τα εθνικά Μίντζιανου-Μίντζιανα (Miʤanu-Miʤanə) «Μετσοβίτης-Μετσοβίτσα» καθώς και το επίθετα μίντζιανέσκου–μιντζιανεάσκα (miʤənescu - miʤəneascə) «μετσοβίτικος,-ίτικη,-ίτικο» που χρησιμοποιούνται σήμερα από τους κατοίκους του Μετσόβου. Επίσης οι βλαχόφωνοι που αγνοούν τον τύπο Aminʤu χρησιμοποιούν την ονομασία Meʤova.


Η απελευθέρωση του Μετσόβου έγινε τον Οκτώβριο του 1912 από δυνάμεις του τακτικού Ελληνικού στρατού, των Κρητών εθελοντών προσκόπων και των Hπειρωτών εθελοντών, ενώ ήταν καθοριστική για τη γενικότερη έκβαση του απελευθερωτικού αγώνα, αφού με τον τρόπο αυτό παρεμποδίζονταν η αποστολή νέων δυνάμεων και μέσων διατροφής προς την πόλη των Ιωαννίνων.


Μετά την απελευθέρωση, το Μέτσοβο άρχισε να παρακμάζει αφενός γιατί το εμπόριο μετατοπίστηκε στις αγορές των Ιωαννίνων και των Τρικάλων, αφετέρου λόγω της απώλειας των εισοδημάτων από τα κληροδοτήματα, ως συνέπεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Ωστόσο, στην κρίσιμη αυτή περίοδο, εμφανίζεται ο μεγάλος ευεργέτης του Μετσόβου Βαρώνος Μιχαήλ Τοσίτσας, ο οποίος ορίζει ως ισόβιο διαχειριστή της διαθήκης του τον Ευάγγελο Αβέρωφ. Το Ίδρυμα Τοσίτσα ιδρύθηκε το 1948 από τον ίδιο τον ευεργέτη που άφησε για το σκοπό αυτό το μυθικό για εκείνη την εποχή ποσό του 1.730.000 δολαρίων. Η ορεινή και προβληματική περιοχή δέχτηκε την πολύπλευρη και πολυδιάστατη συμβολή του Ιδρύματος, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες για τη διατήρηση των πολύτιμων και αξιόλογων πολιτιστικών και λαϊκών στοιχείων της, πρωτοβουλίες που επεκτείνονται στην ανάπτυξη της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και γενικότερα στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου.
Η πρόοδος που σημειώθηκε στο 
Μέτσοβο μετά την καταστροφή του 1854 οφείλεται κυρίως στους πολλούς ευεργέτες που ανέδειξε η πόλη, οι οποίοι δεν περιόρισαν την ευεργετική τους δράση μονάχα στο Μέτσοβο αλλά και σε πανελλήνια κλίμακα. Σε αυτούς συγκαταλέγονται ο Μετσοβίτης νεομάρτυς Νικόλαος, οι Διδάσκαλοι του Γένους Νικόλαος Τζαρτζούλης, Παρθένιος Κατζιούλης, Δημήτριος Βαρδάκας, Τρύφων ο ιερομόναχος Αδάμ Τσαπέκος, οι Εθνικοί Ευεργέτες Γεώργιος Αβέρωφ, Νικόλαος Στουρνάρας, Μιχαήλ Τοσίτσας, Τριαντάφυλλος Τσουμάγκας, Κυριάκος Φλόκας, Βαρώνος Μιχαήλ Τοσίτσας, οι Εθνικοί αγωνιστές Δημήτριος Ίπατρος, Αναστάσιος Μανάκης, Ιωάννης Γκαδέλος, Απόστολος Χατζής, Δημήτριος Ζαμάνης και ο πολιτικός Ευάγγελος Αβέρωφ Τοσίτσας. Κοντολογίς, το Μέτσοβο ευνοήθηκε ιδιαίτερα από τη γεωγραφική του θέση και την συνεπαγόμενη στρατηγική του σημασία. Αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα δερβένια (derbend) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,αφού εξασφάλιζε στην οθωμανική διοίκηση την άνετη και ασφαλή μετακίνηση των στρατευμάτων της από την Ήπειρο προς Θεσσαλία, Μακεδονία, την Κωνσταντινούπολη και αντίστροφα δια μέσου του μοναδικού, και για το λόγο αυτό ιδιαίτερα σημαντικού, οδικού περάσματος του Ζυγού. Αποτελούσε σημαντικότατο κέντρο για τις επικοινωνίες, τις μεταφορές και τη διέλευση κρατικών αξιωματούχων και στρατευμάτων. Αυτό συντέλεσε στην απόκτηση προνομίων από το οθωμανικό κράτος που λειτούργησαν ευνοϊκά προς την κατεύθυνση της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξής του.
                 
                    

Σήμερα, το Μέτσοβο είναι ένα πρότυπο ημιαστικό κέντρο με υψηλό βιοτικό επίπεδο, εντυπωσιακή τουριστική κίνηση και ικανοποιητική ποιότητα ζωής.
Στα νεότερα χρόνια η κτηνοτροφία
μειώθηκε και την οικονομία της
περιοχής τόνωσαν οι τουριστικές
δραστηριότητες αλλά και η βιοτεχνική
παραγωγή.
Το Μέτσοβο είναι ακόμα γνωστό για
την παρασκευή δύο τυριών, με την
ονομασία μετσοβόνε και μετσοβέλας.
Ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού
απασχολείται στις βιοτεχνίες ξύλου και
γάλακτος (γιαούρτι, βούτυρο, γραβιέρα
και κεφαλογραβιέρα) καθώς και στις
βιοτεχνίες βαρελιών, κυψελών και
ειδών λαϊκής τέχνης (υφαντά, ασημικά,
ξυλόγλυπτα κ.α.). Επίσης φημίζεται για
την παραγωγή κρασιού με πιο γνωστό
παρασκευαστή τον αμπελώνα του
κατωΐου της οικογενείας των Αβέρωφ.


Πηγές:
Wikipedia
Δήμος Μετσόβου
Φωτογραφίες: Παναγιώτης Κατοίκος

ΣΠΑΝΑΚΟΠΙΤΑ


Παραδοσιακή σπανακόπιτα

Από την Ειρήνη Χελιουδάκη

Οι πίτες ήταν βασική τροφή των ανθρώπων της επαρχίας, γιατί με λίγα υλικά μπορούσαν να έχουν ένα πλήρες γεύμα. Επίσης μεταφέρονταν εύκολα στις διάφορες εργασίες τους και τους έδιναν ενέργεια.  Μια τέτοια συνταγή είναι και η παρακάτω:

                       
Μαζεύουμε τα σπανάκια ή τα αγοράζουμε.

                                  

Αφού τα καθαρίσουμε τα πλένουμε και τα ψιλοκόβουμε.
                                                                                      



Έπειτα ζυμώνουμε το ζυμάρι,για να μείνει περίπου μια ώρα πριν ανοίξουμε τα φύλλα,για να ξεκουραστεί. 

              

Αλατίζουμε τα σπανάκια και τα στίβουμε, έπειτα προσθέτουμε τα πράσα,τα φρέσκα και ξερά κρεμμύδια και διάφορα μυρωδικά, όπως άνηθο, καυκαλήθρες, μυρώνια και όποια άλλα μας αρέσουν. 


Αν η πίτα είναι νηστήσιμη δεν προσθέτουμε τα παρακάτω, αυγά και φέτα, αλλά βάζουμε


λάδι στα χόρτα και είναι έτοιμα.


Κατόπιν ανοίγουμε τα φύλλα,                                                                                                                               


τα τοποθετούμε σε μια πετσέτα και τα σκεπάζουμε για να μην ξεραθούν. 


Αρχίζουμε να στρώνουμε τα φύλλα, δύο κάτω και δύο στο τέλος, τα υπόλοιπα πέντε, εναλλάξ με τα χόρτα και χαράζουμε την πίτα  ελαφρά. 

Ψήνουμε την πίτα στους διακόσιους βαθμούς περίπου για μια ώρα .  


Ευχαριστώ πολύ που διαβάσατε τη συνταγή μου και εύχομαι καλή επιτυχία σε όσους ασχοληθούν!


Φωτογραφίες και εκτέλεση συνταγής από την Ειρήνη Χελιουδάκη.